- τετρηρικος
- τετρηρικός3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετρηρικός — ή, όν, Α [τετρήρης] 1. αυτός που μοιάζει με τετρήρη 2. φρ. «τετρηρικὸν πλοῑον» τετρήρης … Dictionary of Greek
τετρηριτικός — ή, όν, Α [τετρήρης] τετρηρικός* … Dictionary of Greek